- ραδιοθεραπευτικός
- η , ό[ν]1) радиотерапевтический; 2) рентгенотерапевтический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ραδιοθεραπευτικός — ή, ό, Ν [ραδιοθεραπεία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιοθεραπεία. επίρρ... ραδιοθεραπευτικώς και ραδιοθεραπευτικά Ν με ραδιοθεραπεία … Dictionary of Greek